- εφηλοτης
- ἐφηλότηςἐφ-ηλότης-ητος ἥ белое пятно на глазу, бельмо Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφηλότης — ἐφηλότης, ἡ (Α) [έφηλος] λευκό στίγμα στο μάτι («καθὰ γὰρ ἡ ἐφηλότης λέγεται λευκότης ἐν ὀφθαλμῷ», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
ἐφηλότης — white speck on the eye fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφηλότητα — ἐφηλότης white speck on the eye fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)